- ομοιόμορφος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον: Ομοιόμορφη εμφάνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομοιόμορφος — η, ο (Α ὁμοιόμορφος, ον) αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον νεοελλ. 1. (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του πλέγμα και στις κρυσταλλικές του μορφές 2. βιολ. (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με … Dictionary of Greek
ὁμοιομόρφων — ὁμοιόμορφος of like form masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιόμορφα — ὁμοιόμορφος of like form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονότονος — η, ο (ΑΜ μονότονος, ον) αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·|| νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) μτφ. αυτός που είναι υπερβολικά ομοιόμορφος, που… … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
εναντιόμορφος — η, ο αυτός που είναι ομοιόμορφος με άλλον αλλά προς την αντίθετη πλευρά και με αντίθετη διάταξη («το δεξί και το αριστερό χέρι ή πόδι, μάτι, αφτί κ.λπ. είναι εναντιόμορφα»). επίρρ... εναντιομόρφως κατά τρόπο εναντιόμορφο … Dictionary of Greek
ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous … Dictionary of Greek
μονοειδής — ές (ΑΜ μονοειδής, ές) αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές η ομοιομορφία … Dictionary of Greek